Σελίδες

Η αντίδραση ενός κτιρίου

Παραμύθι...


Των ανθρώπων τα κτίσματα και 
η αντίδραση ενός κτιρίου



Μια φορά και ένα καιρό ήταν μία μεγάλη πολυκατοικία. Ψηλή άσπρη τεράστια.  Σε κάθε όροφο έμεναν πολλές οικογένειες. Ακουγόντουσαν παιδικές φωνές και φωνές μεγάλων, δεν ακουγόταν όμως τι έλεγαν. Μεταξύ τους δεν γνωριζόντουσαν. Συναντιόντουσαν στην είσοδο όταν έρχονταν και φεύγανε. Λέγανε ένα ευγενικό καλησπέρα, αυτοκόλλητο και ίδιο για όλους. Σχεδόν δεν κοιταζόντουσαν όταν συναντιόντουσαν από τύχη. Στην πραγματικότητα ευχόντουσαν να μην είναι κανείς όταν θα άνοιγαν την πορτα του διαμερίσματος - την πόρτα της εισόδου - την πόρτα το ασανσέρ, αλλά και τις πόρτες-συναπάντημα στο ανεβοκατέβασμα της σκάλας. Όλοι οι άλλοι ήταν εξαιρετικά ενοχλητικοί, σαν εμπόδιο για την είσοδο ή την έξοδο, για - από - και προς το σπίτι τους. Έ τώρα τι σπίτι τους... σπίτι σε  πολυκατοικία είπαμε.

Μια μέρα η πολυκατοικία τους βαρέθηκε και τσουπ σήκωσε τους ώμους της και τους άδειασε όλους στον κήπο. Ευτυχώς ο κήπος ήταν τεράστιος και τα σπίτια βολεύτηκαν όλα κάπου. Ξαφνιάστηκαν οι ένοικοι και πετάχτηκαν στα παράθυρα και στις μπαλκονόπορτες, μετά όλοι μαζί στις πόρτες. Τσακ τσακ τσακ άνοιγαν ανυπόμονα μία μία και όλες μαζί. Άνοιξαν και βρέθηκαν να κοιτάζονται… από τύχη τα σπίτια είχαν μπει κυκλικά. Έτσι όταν άνοιξαν τις εξώπορτες όλοι τους έβλεπαν όλους! Κοντοστάθηκαν. Σαν να μην ήξεραν τι να κάνουν. Έκαναν ένα βήμα πίσω, αλλά τους έβλεπαν Έτσι δεν μπήκαν μέσα. Και έμειναν εκεί, να χαζοκοιτάνε και να χαζογελάνε -αλλά για πρώτη φορά τα χαμόγελα έχασαν την αυτοκόλλητη όψη τους. Και εκεί που κοιτούσαν, μέτρησαν και τα σπίτια. Ήταν 12. Δώδεκα μόνο βρε παιδί μου σκέφτηκαν. Πώς τους είχαν φανεί περισσότερα;

Πήρε λίγες μέρες να βρεθούν οι ίδιες ηλικίες. ήταν που ξεμυτούσαν την ίδια ώρα. Έ ναι, άλλη ώρα το δημοτικό άλλη το γυμνάσιο και άλλη το λύκειο. Δεν μιλάμε για τους φοιτητές – δύο ήταν έτσι κι αλλιώς. Οι βέρες νοικοκυρές τελικά ήταν οι μισές, οι άλλες μισές που ήταν (και νοικοκυρές και) εργαζόμενες πηγαινοερχόντουσαν με διάφορα ωράρια σαν άδικες κατάρες. Και οι άντρες, αχ αυτοί οι άντρες ήταν οι μόνοι με σταθερά ωράρια στο φεύγα και γύρνα. Εκτός από έναν.
Ήταν και ηλικιωμένοι. Από αυτούς κάποιοι λιάζονταν το πρωί και σε κάποιους άλλους άρεσε το ξενύχτι. Εφτά ήταν όλοι κι όλοι, γρήγορα συντονίστηκαν και κοίταζε ο ένας πότε θα βγει ο άλλος για να τον συντροφέψει.
Ήταν και μερικοί από αυτούς που έμεναν μόνοι. Ναι. Γιατί εκτός από άντρες γυναίκες παιδιά ηλικιωμένοι – κάποιοι από αυτούς ήταν μόνοι. Έμεναν, ήταν και αισθανόντουσαν μόνοι.  
Αυτοί ήταν και οι πρώτοι που ομολόγησαν την μοναξιά τους. Όταν κατάφεραν να το βγάλουν από τα χείλη έφεραν τις καρέκλες τους και κάθισαν κοντά. Χωρίς να πουν κάτι άλλο, χωρίς να συνεννοηθούν. Και έμειναν εκεί ο ένας δίπλα στον άλλον να κοιτάζουν τον κήπο, σαν να έβλεπαν κήπο πρώτη φορά.
Τα παιδιά άργησαν να δουν τον κήπο, αυτό συμβαίνει όταν ζεις κάτι – δεν το βλέπεις. Στην πραγματικότητα μπορεί να τους εμπόδιζε και η διάστασή του, μια δρασκελιά είναι καλύτερη άμα θες να πας μια ώρα νωρίτερα κάπου. Μα τον είδαν κι αυτά όταν άρχισαν να τον ονοματίζουν. «Θα σε βρω στον κήπο». «Μην αργήσεις θα σε περιμένω στον κήπο». Κι έτσι ο κήπος με όνομα, έγινε κανονικός κήπος.
Όλοι τον είδαν τον κήπο. Ακόμα και αυτοί που δεν ευκαιρούσαν. Κάποτε τον είδαν. Για τους μεγάλους μιλάω που έχουν πάντα τόσες έγνοιες στο κεφάλι τους που δεν προκάνουν να δουν ακόμα και αυτό που είναι μπροστά από την μύτη τους. Εντάξει μεγάλος ήταν ο κήπος αλλά ήταν άχρηστος – πώς να το πω. δεν είχε χρησιμότητα στο πρόγραμμά τους. Πάντως τον είδαν, και αφού τον είδαν ασχολήθηκαν και με ποιοι είναι στον κήπο. Και είδαν ότι τα παιδάκια που έπαιζαν με τα δικά τους είχαν γονείς. Και ότι υπήρχαν και άλλοι που δεν ήταν γονείς, αλλά υπήρχαν. Το μάτι τους ηρέμισε και σιγά-σιγά και άρχισαν να βλέπουν ανθρώπους.

Ο πιο «δύσκολος» από όλους αυτούς ήταν εκείνος του Β3. Ήταν και ο μόνος που δεν είχε αυτοκόλλητο χαμόγελο. Ακόμα χειρότερα… Παλιά καθόταν πίσω από την πόρτα και άκουγε, και μόνο όταν σιγουρευόταν ότι δεν κυκλοφορούσε κανείς στον διάδρομο, άνοιγε για να φύγει. Στην επιστροφή δεν ήταν πάντα τυχερός, κάποτε συνάντησε κάποιους. Άνοιγε τότε την τσάντα του ή έψαχνε τις τσέπες του, με τα μάτια στο κενό και με ύφος απασχολημένο - σαν να ζούσε το μέγα δράμα του, και απέφευγε έτσι να χαιρετήσει τους άλλους.

Αυτός λοιπόν, από την αρχή πήγε και κοντοστάθηκε -με τις ώρες- στο κέντρο του κήπου. Κοιτούσε κάτω. Σε ένα σημείο. Συνέχεια και συνέχεια. Μα τι έβλεπε άραγε; Οι άλλοι δεν πλησίαζαν. Ήδη πρόλαβαν και γνωρίστηκαν μεταξύ τους με τα μικρά ονόματα, μόνο το δικό του δεν ήξεραν.
«Σωτήρη με λένε», τους είπε χωρίς να κινηθεί από αυτό που παρατηρούσε, κάποια στιγμή που τους άκουσε να λένε κάτι για εκείνον. Δεν έδωσε προσοχή αλλά κάθε πρότασή τους μετά από αυτό, συνοδευόταν κι από ένα όνομα.  Τού συστήνονταν. Λογιστής ήταν στο επάγγελμα τα συγκράτησε. Συνέχισε όμως να κοιτάζει στο ίδιο σημείο.
Ήταν Κυριακή. Όλοι καθόντουσαν έξω. Σε παρεούλες. Και ο Σωτήρης στη μέση.
«Αγαπητοί μου», γύρισε και τους είπε, «το παρατήρησα και επιτέλους κατάλαβα».
Καλύτερο "Ελάτε!" ποτέ δεν ματακούστηκε.  Οι καρέκλες πετάχτηκαν πίσω, τα παιδιά τρικλοποδιάζονταν να πρωτοφτάσουν και οι ηλικιωμένοι με ή χωρίς μαγκούρα γκρεμοτσακίστηκαν για να φτάσουν έγκαιρα.
Ο Σωτήρης στράφηκε σε έναν-έναν, τους χαιρέτισε ονομαστικά και τους έδειξε την μικρή τρύπα που τόσο καιρό παρατηρούσε. «Ιδού κύριοι κυρίες και παιδιά», τους είπε.
Πλησίασαν όλοι και κοίταξαν, τι να δουν; μια μυρμηγκοφωλιά του έδειχνε.
«Είναι σημαντικό;» τον ρώτησαν.
«Και ναι και όχι», τους απάντησε εκείνος. «Αν το δεις με τα μάτια που είχες από την πολυκατοικία είναι τίποτα, αν το δεις από την απόσταση που αναγκαστήκαμε να το δούμε…».
Ξαφνικά η ιδέα της πολυκατοικίας ξαναήρθε στο προσκήνιο της σκέψης τους.
Αλήθεια τι έπαθε η πολυκατοικία τους;
 «Τα μυρμήγκια που μένουν εδώ είναι πάρα πολλά» συνέχισε ο Σωτήρης, «πολλά περισσότερα από εμάς» ( και γύρισε και τους κοίταξε με νόημα), «Εμείς είμαστε 35».
Οι άλλοι βιάστηκαν να κάνουν ένα γρήγορο μέτρημα με το μάτι, αλλά αυτός τους έκοψε. «Τόσοι είμαστε. Μας μέτρησα». Οι άλλοι ένοιωσαν άσχημα, τις μικρο-παρέες που σχηματίσανε τις ήξεραν πόσοι είναι. Το σύνολο όμως όλων που βρίσκονταν στον κήπο, ποτέ δεν το υπολόγισαν…
«35 εμείς, μιλιούνια αυτά τα σκασμένα», «και όχι μόνο ξέρουν τι να κάνουν το ένα για το άλλο, σαν να γνωρίζονται - να τα έχουν πει - να τα βρει - και να τα έχουν αποφασίσει, αλλά χαιρετιόνται κιόλας - αγγίζοντας κεραίες!».
Όλοι κοιτούσαν τον Σωτήρη. Δεν είναι ότι δεν ήξεραν για μυρμήγκια – αλλοίμονο, ποιος δεν ξέρει για τα μυρμήγκια και μυρμηγκοφωλιές - είναι από τα πρώτα που μαθαίνεις. (Τι εννοούσε; Γιατί τους το έλεγε;)

«Ακόμα δεν καταλάβατε τι εννοώ;». «Ότι το πιο φυσικό θα ήταν τόσο καιρό που ζούμε μαζί να ξέραμε ο ένας τον άλλον. Έπρεπε να ριχτούμε στον κήπο και να αναγκαστούμε να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον για να μας δούμε ότι υπάρχουμε. Και ναι, το λέω εγώ που δεν είπα καλημέρα σε κανέναν. Αλλά αυτά τα βρωμομυρμήγκια μου το έμαθαν, τόσες μέρες που τα παρατηρώ».
(«Τι σου έμαθαν; Τι σου έμαθαν; Τι; τι;», ρώτησαν όλοι μαζί). 
«Ότι πήγαμε και σκαρφαλώσαμε τα σπίτια μας σαν να ήταν φωλιά, ενώ δεν ξέρουμε από φωλιές». «Ξέρουμε;».
Σιωπή. «Δεν ξέρουμε. Δεν μάθαμε – δεν ξέρουμε». «Θα μου πείτε τα μυρμήγκια πώς ξέρουν; Έμαθαν θα σας πω, το ένα από το άλλο. Και είναι τόσο έξυπνα που δεν παραβίασαν την φύση που τους το πρωτόμαθε. Την σέβονται και την ακούνε. Αυτή τους μαθαίνει τα μικρά ρυάκια της - για διαδρόμους και τις μικρές της εσοχές - για αποθήκες».
«Και όχι - πόρτες ασφαλείας δεν έχουν».
Τριαντατέσερα σώματα σάλεψαν - Δίκιο έχει...
«Ούτε πήγαν να φτιάξουν κάτι που δεν ήταν στη φύση και της φύσης. Προσαρμόστηκαν σε αυτή και διερευνώντας την βρήκαν τις καλύτερες λύσεις – φυσικές λύσεις». «Ποιος; Τα ά-νοα μυρμήγκια…».
Σαν να κουράστηκε σωριάστηκε οκλαδόν κάτω και μπροστά από την φωλιά, προσέχοντας να μην πατήσει κανένα μυρμήγκι. Κάθησαν και οι άλλοι εκεί που βρίσκονταν. Και έμειναν όλοι σιωπηλοί.
«Αυτό που κάναμε, ούτε το κατασκεύασμά μας δεν το άντεξε. Για αυτό μας πέταξε εδώ πέρα. Μπας και καταλάβουμε τι κάνουμε». Τι κάνουμε; αναρωτήθηκαν όλοι οι άλλοι.
«Δεν έχει σημασία η οριζόντια και η κάθετη οργάνωση που έχουν τα σπίτια μας στο χώρο, αυτά τα  νογάνε καλύτερα οι αρχιτέκτονες. Αρχιτεκτονική ζωής στα κάθετα και στα οριζόντια που φτιάχνουμε δεν γνωρίζουμε για να ζούμε». «Τις πολυκατοικίες σαν να είναι "φωλιές" έπρεπε να τις ζούμε. Σαν σπίτια αραδιασμένα σε κήπο (για να το πούμε και να το καταλάβουμε - μιας και "οριζόντια" μόνο ξέρουμε να βλέπουμε».  «Άνθρωποι είμαστε. Δεν είμαστε; – αυτό δα το ξέρουν και τα μυρμήγκια!». «Εκείνο που ξεχάσαμε είναι να βλέπουμε την φύση και την ζωή - έστω και σαν μυρμήγκια...»

Δεν ήταν παραίσθηση. Το έζησαν όλοι. Και τους επηρέασε όλους το ίδιο. Η πολυκατοικία ποτέ δεν τους πέταξε από τους ώμους της. Τα διαμερίσματα ποτέ δεν έφυγαν από την θέση τους. Αυτοί ήταν που βγήκαν όλοι έξω, εξ αιτίας του μεγάλου σεισμού. Και έμειναν στον κήπο τόσες μέρες μέχρι να περάσει ο φόβος του. Μέχρι να γνωριστούνε. Και μέχρι να βρουν χρόνο να προσέξουν μια μυρμηγκοφωλιά. Και να σκεφτούν. Ότι είναι άνθρωποι - πιο έξυπνοι από τα μυρμήγκια γ@&$%*!!!

Και έζησαν αυτοί καλά, ακόμα και όταν ξαναμπήκαν στην πολυκατοικία τους, 
κι εμείς που ζήσαμε με παραμύθι τον μεγάλο σεισμό - ακόμα καλύτερα! 


Σταυρούλα Πανοπούλου  16-7-2011