Σελίδες

Μικροί (ανώνυμοι) θάνατοι

Eξιστόρηση...


Μαύρα πουκάμισα. Μπουγάδες απανωτές με μαύρα ρούχα...
(Πόσο μαύρο αντέχουν θεέ μου τα ρούχα του κόσμου σου;)




Μικροί (ανώνυμοι) θάνατοι


Συνέβη χτες βράδυ:

"-Τι κάνεις κοπελιά;" άκουσα απ' την μεριά των απλωμένων ρούχων. Μέρες τα έβλεπα να ανεμίζουν - ποτέ τα ίδια, πάντα μαύρα. Κοιτάζω, άνθρωπος κανείς. Στενεύω τα μάτια και την βλέπω. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα χαμογελά, με μεγάλο μαύρο χαμόγελο. 
"- Καλά είμαι, εσείς;" απάντησα διστακτικά.
"-Φεύγω αύριο, εσύ πότε φεύγεις;"
"-Δεν ξέρω ακόμα. Εσείς πού πάτε;"
"-Στο πατρικό μου".
"- Ά, ωραία!" απάντησα αμήχανα.
"-Μένω πενήντα χρόνια εδώ και το πατρικό μου είναι ερειπωμένο."
"-Τότε γιατί φεύγετε;"
"-Του το είπα σήμερα.  Από δω και πέρα άντρα μου πορέψου μόνος σου - και του άφησα ένα μπουκάλι λάδι στον τάφο".
"-Τον αγαπούσατε τον άντρα σας;" 
"-Αμ πώς; τον φρόντιζα μέχρι τώρα".
"-Εκείνος;" τόλμησα.
"-Πού να ξέρω παιδί μου;". 
Και γύρισε να κοιτά κατά την μεριά της θάλασσας. Σιωπηλή.



Μόλις τώρα ρώτησα και έμαθα. Η γυναίκα ήρθε στον τόπο αυτό, πριν 50 χρόνια, νυφούλα μικρή. Παιδιά δεν έκαναν. Ο άντρας της τίμησε το αίμα του αφήνοντας διαθήκη το σπίτι να το πάρουν τα ανίψια του - το αίμα του. Δεν ζούνε στην Ελλάδα αλλά αυτό είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Και ξέχασε να βάλει το "μετά τον θάνατο της συζύγου μου". Το ξέχασε και ο δικηγόρος που ήταν των ανιψιών υπάλληλος. Το παράβλεψε και ο συμβολαιογράφος. Το τήρησε όμως ο δικαστής όταν αυτός απόθανε. Το δέχτηκε η τοπική κοινωνία. Και έμεινε έτσι η γυναίκα αυτή στον δρόμο.
Της παραχώρησαν ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού για να έχει τον χρόνο να τιμήσει τον νεκρό της. Μπροστά στο ένα και μόνο δωμάτιο είχε ένα μικρό κήπο. Φύτευε συνεχώς. Μιλούσε στη φύση. Μέχρι την τελευταία στιγμή έδιωχνε τους σκαντζόχοιρους μην φάνε τις ντομάτες - που δεν θα προλάβαινε να τις δει κόκκινες. Το τελευταίο ξημέρωμα πότισε τις πιπερίτσες και τα άλλα φυτά. Μετά πήρε την βαλίτσα και μπήκε στο καίκι. Μαζί πήρε μόνο ότι έφερε πενήντα χρόνια πριν - τον μόνο εαυτό της.

Έτρεξα αμέσως στο λιμάνι και την είδα να ξεμακραίνει στην θάλασσα. Μια μαύρη φιγούρα, όρθια με το βαλιτσάκι στο χέρι. Να κοιτά μπροστά. Ένας ακόμα άνθρωπος που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το δυνητικό κενό των ανθρώπινων σχέσεων απέναντι στην δαρβινική εξασφάλιση του ονομαστικού υπάρχειν. "Ζήτω η ελληνική οικογένεια" σκέφτηκα, και μαυροντύθηκα (από σήμερα) για τον (κάποτε) θάνατο της μόνης αυτής γυναίκας που δεν έμαθα καν το όνομά της.

Σταυρούλα Πανοπούλου 08.2011