Σελίδες

Μια σκέψη για τον ανθρώπινο χρόνο


Πόσες μέρες έχει ο χρόνος;


μια σκέψη για τον ανθρώπινο χρόνο... 



Πόσες μέρες έχει ο χρόνος; 354, λιγότερες, μπορεί και καμία. Κάποιοι από εμάς ζούμε κυριολεκτικά στην “επόμενη χρονιά” μέσα από αναβολές «μετά» και «άλλη φορά», και κάποιοι άλλοι ζούμε στην “αξεπέραστη χρονιά” του «κάποτε» και «τότε». Ζωές σε αναβολή και σε προβολή, ζωές στεγνές και ισχνές, μη ζωές, απούσες. Κι όταν τα χρόνια πραγματικά περάσουν, με αγωνία αληθινή, οι κόρες διαστέλλονται - μία φορά μόνο, και με τρόμο αντικρίζουν τον τεράστιο ορίζοντα της μη-ζωής μες στην ζωή τους.
Δεν το θέλει ο άνθρωπος, αλλά νομίζει ότι του πέφτουν ίσα με πέντε ζωές. Να τις ζήσει καλύτερα από αυτή που του έτυχε τώρα. Κάνει σχέδια και τα φυλάει στα πίσω συρτάρια του νου. Άλλοτε τα λέει όνειρα και άλλοτε στόχους. Ενδιάμεσα κάνει ότι είναι πιο βολικό για την κάθε ημέρα του – την οποία και νανουρίζει μέχρι το βράδυ κι έπειτα την ξεκουράζει με ύπνο, για να ξυπνήσει δυναμωμένη και να του φέρει την ευκαιρία που περιμένει. Μα κι αν δεν φέρει - δεν την μαλώνει, σαν αραχνούλα που τρώει χρόνο, ο άνθρωπος υφαίνει στην διάρκειά της νέας μέρας ένα ακόμα σχέδιο.
Η ζωή δεν είναι πρόβα. “Το ξέρω” απαντά ο άνθρωπος – την ίδια ώρα που καταπιάνεται να κάνει καλύτερο το σκηνικό για την πρόβα του.
Γυναίκες και άντρες, άντρες και γυναίκες, κάποτε παιδιά και σήμερα μεγάλοι, άνθρωποι της αναβολής και του κυνηγίου. Σαν χρυσοθήρες κυνηγάνε στιγμές με μικρούς κόκκους ευτυχίας ανάμεσα στις πετρούλες του χρόνου, ενδείξεις ύπαρξης της μεγάλης ευτυχίας που τους αναλογεί αλλά ποτέ δεν τους μοιράστηκε. Αν κάποτε έτυχε πραγματικά να τους αγγίξει, δεν την κατάλαβαν - ζούσαν κάτι άλλο και δεν την πρόσεξαν. Εκ των υστέρων αναφέρονται σε αυτήν σαν φλέβα χρυσού που τους διέφυγε από τα χέρια λες και ήταν άμμος. Η περίπτωση να μην άνοιξαν καν τα χέρια να την πιάσουν ούτε περνά από τη σκέψη τους. Η σκέψη τους, τότε, έκανε συνεχώς σχέδια και ήταν συνεχώς απασχολημένη με κάτι.
Η ευτυχία στην ουσία πάντα περνούσε ξυστά από την ζωή τους , αν και - ενώ και όταν, οι ίδιοι δαπανούν περιουσίες χρόνου σε “ξυστά” υποσχετικών ζωής. Δαπανούν άλλους ανθρώπους και αναλώνονται κι οι ίδιοι σε χρονοβόρες ουδέτερες καταστάσεις που κατά την εκτίμησή τους δεν τους παίρνουν χρόνο. Κόπο δεν παίρνουν, χρόνο πάντα τρώνε - απλά η εκτίμηση του χρόνου είναι υποκειμενική. Ο κόπος διογκώνει τον χρόνο, τον γεμίζει και τον κάνει να έρχεται περίπου στο μέγεθος που πράγματι είναι. Εμείς οι άνθρωποι όμως προτιμάμε να ξεχνιόμαστε, να χαλαρώνουμε και να ηρεμούμε, όχι μπροστά σε μία θάλασσα ή απέναντι σε ένα βουνό χορεύοντας με την ψυχή μας το ζεϊμπέκικο που της αναλογεί, αλλά οπουδήποτε αρκεί να έχουμε “γυρισμένη πλάτη” στην ίδια μας την ζωή.
Το ότι είμαστε ένα από τα βιολογικά είδη του πλανήτη, το ξεχνάμε. Αναγνωρίζουμε ότι ο σκύλος και η γάτα μας θα ζήσει 15 χρόνια και αυτό μας καθιστά σχεδόν αθάνατους. Βλέπουμε τα βουνά και ο συλλογισμός ότι κάποια γεωλογική μεταβολή θα τα μετατρέψει σε πεδιάδες μας ηρεμεί γιατί αυτή την καταστροφή μπορεί και να μην την ζήσουμε. Ο ήλιος θα πεθάνει. “Πολύ αργότερα” απαντά ο άνθρωπος. Μα ποτέ, ποτέ, δεν συλλογίζεται τα 100 προσδόκιμα χρόνια της ανθρώπινης ζωής, και ποτέ, ποτέ, δεν ζει με συνείδηση του βιολογικού είδους του στον πλανήτη που ανήκει.
Ο άνθρωπος δεν ζει. Αναβάλει συνεχώς να ζήσει. Και κάνει σχέδια, πολλά σχέδια. Ταυτόχρονα σαν φτωχός ζητιάνος αρπάζει ότι φτάνει το κοντό χέρι του από ηδονές και γυλιστερές πετρούλες – επιταγές στιγμών που κάποτε θα ζήσει. Κάποτε. Κάποτε και ίσως. Ενδιάμεσα είναι τσαρλατάνος κυνηγός χωρίς άδεια κυνηγίου για ξέμπαρκες άγριες στιγμές, στις οποίες στήνει καρτέρι και μετά χαίρεται που νίκησε τον μικρό λαγό μόνο και μόνο γιατί τον τύφλωσε στα μάτια με τον φακό του πριν τον σκοτώσει. Όχι για να τον φάει, είναι χορτάτος από φαγητό. Αλλά έτσι για την χαρά του κυνηγιού. Για να αφαιρέσει παγανιστικά ζωή και να την προσθέσει στην δική του.
Μα οι στιγμές που κλέβονται, μέσα στην αναβολή και τα σχέδια μιας ζωής που θα βιωθεί στο μέλλον αντί εκείνων των ημερών που την προετοιμάζουν, εκδικούνται. Κάποιοι άνθρωποι φυλακίζονται στις μνήμες κλοπής του παρελθόντος. "Έκανα λάθος" τότε ακούς, και ξέρεις ότι η άγκυρα της ελπίδας ποτέ δεν θα σηκωθεί από εκείνη την μέρα. "Θέλω κάτι να με ξυπνήσει μέσα μου" λέει ο άλλος, και προσπαθείς να διακρίνεις ποιος μιλά μέσα από το ζων άψυχο σώμα.
Παραμύθια πάνω στα παραμύθια, μύθοι ευτυχίας, και μια κοινωνία που τρέχει τόσο γρήγορα τα γεγονότα, που κάνουν τον άνθρωπο να μην προλαβαίνει να σκεφτεί την σκέψη του. Αυτή την σκέψη που ταυτόχρονα αναβάλει και ελπίζει, ξεχνώντας ότι δεν έχει χρόνο να το κάνει για πάντα, ότι το πάντα είναι σχεδόν 75 χρόνια ζωής. Και δεν είναι το θέμα ότι ο πρόγονος έζησε 92. Ναι, το σόι έχει γερή κράση. Αλλά ακόμα και το 92 - είναι 92, δεν είναι πάντα. Για να μην μιλήσουμε για αυτούς που δεν αγγίζουν καν αυτές τις ηλικίες. Θάνατοι πρόωροι. Άδικοι λέμε. Και είναι άδικοι. Μα μήπως μεγαλύτερη αδικία δεν είναι να ζούμε άσκεφτα τα όποια χρόνια μας αναλογούν; Και είναι άσκεφτα όταν αφήνουμε την σκέψη μας να παίζει με το χτες και το αύριο και να απουσιάζει από το σήμερα. Ένα σήμερα που αν σταθούμε μόνο σε αυτό, και του φερθούμε σαν καιροσκόποι, μετά το θυμόμαστε άσχημα, γιατί ζήσαμε το τώρα του σαν κλέφτες στιγμών και όχι σαν δημιουργοί.
Αυτά σκέφτηκα παρακολουθώντας ένα βίντεο για τα χρέη της Ελλάδας που ξεκίνησαν από την σύσταση του κράτους μας, μα που κανείς δεν τους είχε δώσει σημασία σε τι εξυπηρετούν και γιατί άραγε υπάρχει η συνήθεια να παίρνονται – πριν φτάσει το σημερινό χρέος της χώρας να αναστατώσει ιδιωτικά όλα τα σπίτια της επικράτειας. Σαν πολίτες ζούμε το ίδιο προσωρινά και άσκεφτα όπως ζούμε προσωρινά και τις ιδιωτικές μας ζωές σαν πρόβα. Κι έτσι θα παραδώσουμε και εμείς καμένη γη στην επόμενη γενιά, όπως πήραμε κι εμείς – απορώντας τότε γιατί κανείς δεν σκέφτηκε πριν γεννηθούμε να την προφυλάξει και να την κάνει καλύτερη. Οι κληρονομιές που δίνουμε συνήθως μετρούνται σε σπίτια και λεφτά. Και εκεί, εμείς, είναι ίσως η μόνη στιγμή που δεχόμαστε τον πιθανό θάνατό μας, γιατί θα ζήσουμε μέσα στα πράγματα που θα κληρονομήσουν οι γόνοι μας. Ποτέ δεν σκεφτόμαστε την δική μας ζωή σαν ευκαιρία να την ζήσουμε παρόντες και με όλη την χαρά που αναλογεί στο θαύμα της ύπαρξης που κυριολεκτικά κρατάει στα χέρια της η κάθε μας μέρα. Και ποτέ δεν σκεφτόμαστε ότι είμαστε μέλη μιας οικογένειας, σε μέγεθος χωρών ή πλανήτη, που παρά τα λίγα χρόνια της γενιάς μας μπορούμε και θα προλαβαίναμε να προσθέσουμε ένα λιθαράκι για τις επόμενες γενιές. Έτσι κράτος και πλανήτης απαξιώνονται, και εμείς εγκλωβιζόμαστε εντός μιας ιδιωτικής ζωής στην οποία επίσης φροντίζουμε να απουσιάζουμε με «θα» και «τότε..».
Στην κάθε μέρα μας υιοθετούμε ζωές άλλων βιολογικών ειδών. Γατούλες και πιστοί σκύλοι, αετονύχικα αρπαχτικά, ύπουλα φίδια και σιωπηλές αμοιβάδες. Εμείς οι άνθρωποι τα κάνουμε όλα αυτά, το μόνο βιολογικό είδος που ξεχωρίζει για την συνείδηση του. Μια συνειδητότητα, που εξαντλείται σε κουβέντες πολλαπλών επιπέδων – καταλήγοντας συνήθως σε ένα πολυφιλοσοφημένο ‘δεν βαριέσαι’.  Ένα “δεν βαριέσαι” που συλλογικά και ατομικά, συντηρείται τρέφεται και υπάρχει με πολλά «τότε» «κάποτε», «θα» και «μετά».
Λένε ότι πρέπει να ζεις την ζωή σου όπως σου έρχεται. Λένε άδραξε την ημέρα, λένε και χειρότερα για το πώς να αρπάζεις ότι πέφτει μπροστά σου σε μία ημέρα… Λένε κι άλλα, πολλά λένε για το τώρα, για το παρελθόν και για το μέλλον, δοξασίες να μας ηρεμούν όταν μας πιάνει αγωνία ότι κάτι δεν πάει καλά με το καράβι της ζωής μας. Το μόνο που δεν μας λένε είναι το πώς η ζωή μας δεν θα γραφτεί - σαν το τεράστιο νούμερο που έχουν οι στιγμές της - πάνω σε επιταγή που μέλλει να μείνει ακάλυπτη ή σε γραμμάτιο που δεν θα πληρωθεί ποτέ.

Πόσες μέρες έχει ο χρόνος; Μπορεί και πολλές, μπορεί και καμία...
Πόσες μέρες έχει μια ανθρώπινη ζωή; Εξαρτάται, εξαρτάται είναι η σωστή απάντηση.
Πόσων χρονών είπαμε ότι είσαι; Εξαρτάται από το πόσο έζησες. Μα κι ο χρόνος που "δεν έζησες" μετριέται στα χρόνια που σου αναλογούν να ζήσεις.

Σταυρούλα Πανοπούλου (*), 09.2011

(*)  προσωπικά, αυτήν την εικόνα και αυτό το ρολόϊ προτιμώ να έχω κατά νου όταν σκέφτομαι τον ανθρώπινο χρόνο - μα και τούτο είναι σκέψη και μάλιστα υποκειμενική. Οι μέρες που ζούμε, από αυτές που μας αναλογούν, δεν κερδίζονται με σκέψεις αλλά με αλλαγή στάσης και δράσης στην ίδια μας την ζωή.