Σελίδες

«...αύριο»

Αφήγηση 
οι δεδομένοι, δεδομένα ...αύριο



«Αφιερώνουμε τόσο πολύ χρόνο στους άλλους που ξεχνάμε να ζήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους», είπε. Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε «Σαν η ζωή μου να είναι αυτοί οι περαστικοί και προσπαθώ να τους δώσω τον καλύτερο εαυτό πριν αυτοί φύγουν. Κι ενώ το ξέρω, ξέρω κάθε φορά ότι είναι προσωρινό, αφήνομαι να το ζω αφηρημένα για να το αισθανθώ αιώνιο. Σαν να κατεβαίνω σε έναν σταθμό για να ξαποστάσω και μετά ξεχνάω και ξεχνιέμαι, και μένω μέρες εκεί, μέρες που γίνονται χρόνια, χρόνια που δεν ζω με τους ανθρώπους μου, γιατί τους θεωρώ δεδομένους, γιατί πιστεύω ότι θα είναι πάντα εκεί και θα με περιμένουν να μοιραστούμε τις μέρες ζωής που μας αναλογούν, σε μένα και σε αυτούς, που δεδομένα αγαπώ και μ’ αγαπάνε».

Σηκώθηκε από το τραπέζι. Κεφάλι χαμηλωμένο. Μάτια στο πάτωμα. Χτες πέθαναν δύο δικοί του. Αύριο ταξιδεύει στην γενέτειρα, να συνοδέψει αυτούς που πλέον δεν μιλούν και να συναντήσει εκείνους που υπάρχουν ακόμα. Είναι σκληρό, πολύ σκληρό, να ζεις και να περιμένεις από τον ίδιο σου τον χρόνο, να σου επιτρέψει να ασχοληθείς με όσους “δεδομένα” αγαπάς. Η καθημερινότητα πάει όπου την πάμε. Κάθε άνθρωπος που διαλέγουμε να συναναστραφούμε, όσο λίγο κι αν διαρκεί η συναναστροφή, πάντα αφαιρεί από αυτήν που θα δίναμε αλλού. Του χρόνου άμα του αφαιρείς μειώνεται, δεν είναι άπειρος. Και ενώ δεν μετριούνται στο ζύγι οι ανθρώπινες σχέσεις, πάντα ίδια μονάδα χρόνου αφαιρούν από την ζωή μας όταν τις ζούμε, και οι σημαντικές και οι λιγότερο σημαντικές. Ο χρόνος μιας συζήτησης είναι όμοιος, είτε την κάνεις με συνοδοιπόρο ζωής, είτε με έναν περαστικό που σε ρωτάει σε ποιό σταυροδρόμι της πόλης ακριβώς βρίσκεται. Είναι ο χρόνος που θα ασχοληθείς με κάτι, εκείνο που αφαιρείται από τις κουβέντες που θα έκανες με άλλους. Και μολονότι η ποσότητα της επικοινωνίας δεν μετρά, αναγκαστικά η ποιότητα της επικοινωνίας συνδέεται με την ύπαρξή της. Αυτή, που για τους αγαπημένους μας συνήθως μεταθέτουμε στο αύριο.

«Καμιά πια χαμένη μέρα», είπε και απομακρύνθηκε σιωπηλός. Δεν προλάβαμε να πούμε κάτι, μείναμε, εμείς η παρέα του, ακίνητοι σαν αγάλματα, Κοραή και Πανεπιστημίου. Μόνο τις παλάμες σαλέψαμε στον αέρα κι αυτό διστακτικά - ούτε καν προς την μεριά που έφευγε. Τον αποχαιρετούσαμε; ο χρόνος θα δείξει... Για ένα μόνο ήμασταν σίγουροι, ο φίλος μας ήδη πορευόταν την επιστροφή  στην δική του ζωή, αυτή που αθέλητα μειώναμε σε κάθε μας συναπάντημα. «Καλό δρόμο» ψιθυρίσαμε – στον εαυτό μας περισσότερο. Και χωρίς να θέλουμε, αισθανθήκαμε να ζωντανεύει ο σταθμός γύρω μας και ότι ίσως είχε έρθει η ώρα να φύγουμε κι εμείς από εδώ για τον δικό μας ξεχασμένο προορισμό. Αυτόν που πρέπει να θυμηθούμε ή να αναζητήσουμε. Δύσκολο να ζεις με όλα όσα αγαπάς, κάποια στιγμή ίσως χρειαστεί να διαλέξεις ανάμεσα στις ίδιες σου τις αγάπες.


Σταυρούλα Πανοπούλου 2.2012