Σελίδες

"το θέλει πολύ η καρδιά μου"





Σε αντίθεση με τα “γαλάζια γράμματα” τα κίτρινα συχνά σημαίνουν επιθυμία...

«Το θέλει πολύ η καρδιά μου»
 
 

Σήκωσα το μικρό κίτρινο καλοδιπλωμένο χαρτάκι από τον δρόμο. Σίγουρα έπεσε από κάποια τσέπη ή τσάντα. Το ξεδίπλωσα και το διάβασα. «Το θέλει πολύ η καρδιά μου, μαμά» έγραφε και από κάτω είχε μια ζωγραφιά. Ένα παιχνίδι. Έστρεψα το βλέμμα στο ρείθρο του δρόμου και κρατώντας ακόμα το χαρτάκι, με πήραν οι σκέψεις…
Λένε ότι τα παιδιά με το που γεννιούνται κινούνται με τα πιο καθαρά «θέλω» που μέλλουν να έχουν σε όλη την μετέπειτα ζωή. Ότι η βιολογία τους ξέρει να αναζητά την σωστή τροφή την σωστή στιγμή, και ότι όσα ζητούν θρέφουν πραγματικές τους ανάγκες. Έτσι, ξέρουν πότε νυστάζουν, πεινούν, χαίρονται, λυπούνται. Λένε επίσης ότι εμείς οι μεγάλοι τους τα αλλάζουμε όλα αυτά, όταν τους ζητάμε να κάνουν και να αισθανθούν πράγματα σύμφωνα με τις προσδοκίες μας, ατομικές και κοινωνικές. Και δεν μιλάμε μόνο για την τροφή και τον ύπνο, κάποια στιγμή οι επιθυμίες αυξάνονται. Επιδράμε άραγε και σε αυτές; και αν ναι με τι συναισθήματα τα μαθαίνουμε να τις συνδυάζουν;  
Η επιθυμία του μικρού παιδιού, προσδιόρισε ότι πηγή της επιθυμίας ήταν η «καρδιά»,  το συναίσθημά του. Αμέσως φαντάστηκα την μητέρα να το ρωτά «το θες πολύ; το θες με την καρδιά σου;». Το παιδί όταν γεννιέται δεν ξέρει τις πηγές των θέλω του, εμείς του τις μαθαίνουμε, σύμφωνα με την εσωτερική γεωγραφία που διαθέτουμε για κάθε σφίξιμο χαράς ή λύπης που αισθανόμαστε, στο στήθος ή στο κεφάλι, και νομίζουμε ότι το συναίσθημα εδράζει στο βιολογικό όργανο της καρδιάς και ο νους στις πτυχώσεις του  εγκεφάλου - γιατί και σε αυτή την πηγή του μαθαίνουμε να προστρέχει, στην πηγή της λογικής. Το κυριότερο όμως που μαθαίνει ένα παιδί είναι ο δυισμός λογικής και συναισθήματος, δίπολο που θα στέκεται πάντα για τα θέλω του, και θα βασανίζεται αν θέλει σωστά, σύμφωνα όχι μόνο με την γνώση της διαφορετικής πηγής τους, αλλά και με την επίγνωση της ιστορία του ισχυροτέρου, καθώς στην ίδια μάθηση περιλαμβάνεται και ότι ένα από τα δυο ικανοποιήσαμε και επικροτήσαμε περισσότερο.
Το τι μαθαίνουμε στα παιδιά να θέλουν και πώς να τα συνδυάζουν με λογική ή συναίσθημα, αλλά και η μετακίνηση αισθήσεων και σκέψεων της λογικής προς το συναίσθημα και το αντίθετο, είναι επίσης μια μεγάλη κληρονομιά που τους δίνουμε, πού βιολογική ή εκπαιδευτική λίγη σημασία έχει για την συγκεκριμένη περίπτωση, μιας και αυτό που θα συμβεί από την στιγμή που γράφτηκε και διαβάστηκε το σημείωμα είναι άγνωστο και εξαρτάται αποκλειστικά από την ιστορία ζωής των δύο ανθρώπων που το μοιράστηκαν.
Κοιτώντας πάλι  το κίτρινο σημείωμα, έφερα στον νου την μαμά και το παιδί και  τους αποχαιρέτησα με την σκέψη, μια σκέψη που ξεμάκραινε καθώς μια νέα είχε αρχίσει να με απασχολεί. Τι σημαίνει «το θέλει πολύ η καρδιά μου»; Γιατί τέτοια «κίτρινα χαρτάκια» ανταλλάσουμε αναμεταξύ μας κι εμείς οι ενήλικες, είτε σαν αίτημα είτε σαν απάντηση για σκέψεις και πράξεις. Άραγε τι εννοούμε;
Οι θεωρίες για το τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι είναι πολλές. Κάθε μία από αυτές προσπαθεί να ερμηνεύσει αλλά και να ελέγξει την πολυμέρεια και την πολυπλοκότητα του είδους μας, για το καλό μας. Το τι είναι καλό είναι θέμα θεωρίας. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει ανάγκη ελέγχου. Και ένας τρόπος ελέγχου από τις θεωρίες είναι η ειδική σημασία που δίνουν στα τι-θέλω-γιατί και σίγουρα στον μαέστρο εαυτό που τα διαχειρίζεται.
Έναν γρίφο αναπαράγουν κάθε φορά οι λέξεις «θέλω» «καρδιά» «εγώ», όταν στροβιλίζοντας στο καθημερινό λεξιλόγιο χοροπηδάνε σε συζητήσεις και διεκδικούν εντυπώσεις. Ένα μικρό θαύμα είναι το πώς συνεννοούμαστε μεταξύ μας οι άνθρωποι γιατί ακόμα και μόνες τους οι μικρές αυτές λέξεις έχουν μοναδικό νόημα για τον καθένα. Όταν δε συνδυάζονται με άλλες λέξεις-έννοιες το συνολικό νόημα μπαίνει σε λαβύρινθο. Παρόλα αυτά καταφέρνουμε και καταλαβαινόμαστε. Καταλαβαινόμαστε;
Το ότι ο άλλος δεν μας κατανοεί αλλά κατανοεί μόνο τις δικές του αντίστοιχες έννοιες το αντιλαμβανόμαστε μόλις η δική μας ασαφής καλή διάθεση προς τον αυτόν σταματήσει,  ή όταν πραγματικά θέλουμε να γίνουμε αντιληπτοί, όταν δηλαδή ξεκινήσει η πραγματική επικοινωνία μας με τον άλλον. Τότε επιμένουμε στα νοήματα. Και αν είμαστε τυχεροί η επιμονή στην καθαρότητα των νοημάτων ανταμείβεται.
Πώς μπορεί όμως κάποιος να απαντήσει, ακόμα και προς τον εαυτό του, τι σημαίνει γενικά «το θέλει πολύ η καρδιά μου»; Γενικό δεν υπάρχει. Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, αλλιώς πριμοδοτεί το συναίσθημα, αλλιώς την λογική κι αλλιώς τα βάζει να μαλώσουν για το θέλω ποιανού θα υπερισχύσει. Αλλά και ο ίδιος άνθρωπος δεν πριμοδοτεί τα ίδια πράγματα σταθερά σε όλη του τη ζωή. Η σταθερότητα του τρόπου που αντιλαμβάνεται και ικανοποιεί τα θέλω αλλάζουν. Ο ίδιος – αλλάζει - συνεχώς.
Τότε τι νόημα έχει αυτό που ξεκίνησα να κάνω με την σκέψη μου; Για τον μόνο που μπορώ να μιλήσω είναι για μένα, για την σημερινή μου αντίληψη για την φράση, και ίσως μέσα από τους παράγοντες που θα διακρίνω να την καθορίζουν δημιουργήσω ίχνη που πιθανά πλησιάσουν  τμήμα της κατανόησης του γενικού.
«Το θέλει πολύ η καρδιά μου» λοιπόν….
Με τα νοήματα που προσδίδω στις μεμονωμένες λέξεις, η πρόταση αυτή σημαίνει έντονη επιθυμία για μία κατάσταση που εραστής και κριτής είναι το συναίσθημα. Σπάνια χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση. Έμαθα να εκφράζομαι λογικά ακόμα και όταν μιλάω για συναίσθημα, αλλά δεν ξεχνάω ότι μεγάλωσα με παραμύθια... Έτσι, σαν θα φτάσω να σκεφτώ να την πω, την ίδια ώρα που νομίζω ότι την εννοώ, την ίδια ώρα την αμφισβητώ αν όντως είναι επιθυμία συναισθήματος το συγκεκριμένο θέλω.
Οι διεργασίες που κρίνουν τις επιθυμίες μας είναι σιωπηλές, ξαφνικά εμφανίζουν ένα έντονο θέλω και δεν δηλώνουν πηγή, ή μάλλον ότι δηλώνουν ίσως να μην ισχύει. Μαέστρος των διεργασιών επιλογής των θέλω και των γιατί τους, είναι η υπερεξουσιοδοτημένη υπόσταση του «εγώ» μας, το οποίο αυτονομημένο μας λογίζει καταπώς βολεύει την θεωρία του. Γιατί έχει θεωρία το εγώ, και για την ζωή και για τον εαυτό του, και με αυτές άγει και φέρει την ζωή μας. Αυτό το εγώ λοιπόν θεωρώ ύποπτο, σε δηλώσεις σαν την προηγούμενη για μετακίνηση λογικών ή και ωφελιμιστικών αποφάσεων στο συναίσθημα. Να γιατί δεν χρησιμοποιώ αυτή την φράση, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι την εννοώ «συναισθηματικά», αλλά και γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι υπάρχει πράγματι δυισμός λογικής και συναισθήματος. Αν όντως υπάρχει χάος στο σύμπαν, τότε υπάρχει και εντός μου, και τούτο το "εγώ" θέλει να το αγνοεί γιατί το φοβάται, όσο φοβάται την τυχαιότητα ένας λογιστής. Όμως τέτοιο λογιστή στη ζωή μου δεν θέλω, βολεύει αλλά δεν θέλω. Αν ο άνθρωπος είναι κάτι, τότε είναι όσα λένε για τον άνθρωπο όλες οι θεωρίες που υπάρχουν μαζί, συν όσα θα πουν οι επόμενες. Το εγώ που με διαχειρίζεται είναι «λίγο»… Αμφισβητώ λοιπόν τις πηγές των θέλω του, αμφισβητώ την διαχείρισή του. Και προσπαθώ με όλες τις αισθήσεις και αντιλήψεις που διαθέτω να σκεφτώ και να αισθανθώ τις επιθυμίες μου.
Με αυτή την διστακτική θεώρηση για τον κόσμο και τον άνθρωπο, για το εγώ και το θέλω, για την λογική και το συναίσθημα, καλούμαι να καταλάβω τι εννοεί όποιος πει «το θέλει πολύ η καρδιά μου». Παλαιότερα, που έδινα στα λόγια των άλλων τα δικά μου νοήματα, νόμιζα ότι ήξερα. Τώρα ξέρω ότι δεν ξέρω, για αυτό όπως κι εγώ αναρωτιέμαι αν και τι εννοώ, έτσι ρωτώ και τους άλλους «τι εννοείς;», μια ερώτηση γέφυρα στην ανθρώπινη επικοινωνία που την τιμά και την κάνει σαφώς πιο εύκολη.
Όσο για τις άλλες φορές που η φράση αυτή κρύβει στο τέλος της ένα ‘αλλά’, «το θέλει πολύ η καρδιά μου (αλλά…)», η  ανάγκη για κατανόηση μεγαλώνει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, σέβομαι τον άλλον και την σιωπή του, αλλά ποτέ δεν θα καταλάβω τι εννοεί αν δεν φύγουν οι παρενθέσεις και δεν γραφτούν τα αποσιωπητικά, γιατί τα κρυφά και τα ανείπωτα είναι που ρυθμίζουν την συνεννόησή μας με τους άλλους
Αν προσπαθήσω να γενικεύσω την προσωπική μου άποψη, θα πω ότι αυτά τα άρρητα, μαζί με τα ρητά που ξέρουν να εννοούν, είναι η επικοινωνία μας με τους άλλους. Πόσο δύσκολο όμως είναι τελικά να μιλήσουμε,  να εννοούμε και να συνεννοηθούμε…. Σαν η ουσία της επικοινωνίας να είναι γραμμένη σε μια γραμματική ανολοκλήρωτη που γράφεται διαρκώς και στην οποία με δοκιμές και λάθη ασκούμαστε να μάθουμε να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον. Μια γραμματική που αν της αναγνωρίσουμε τους κανόνες και τους συν-λειτουργούμε, ίσως ορθογραφήσουμε και την επικοινωνία μας, ιδιαίτερα όταν απευθύνουμε ή δεχόμαστε εκφράσεις επιθυμίας όπως "το θέλει πολύ η καρδιά μου".
Δίπλωσα το χαρτάκι στις πτυχώσεις του και το ακούμπησα εκεί που το βρήκα. Χαμογέλασα με την σκέψη των σκέψεων που θα κάνει ο επόμενος που θα το σηκώσει. Άλλος θα σκεφτεί το παιδί του, άλλος την μαμά του, άλλος την παιδική του ηλικία και άλλος δεν θα σκεφτεί τίποτα, ίσως μάλιστα το τσαλακώσει κιόλας για να το τιμωρήσει που έσκυψε και το σήκωσε για ένα τίποτα…  Έβαλα αυτό το τίποτα και τα χέρια μου στις τσέπες της ζακέτας, ανάσανα βαθειά, και κοιτάζοντας τον ήλιο άνοιξα βήμα. 

 Σταυρούλα Πανοπούλου 09.2012